† 12 Νοεμβρίου
Στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Άθω, σε απόσταση μίας ώρας περίπου από τα Καυσοκαλύβια, προς τη Μεγίστη Λαύρα, μέσα σ ένα επιβλητικά άγριο τοπίο θαυμαστής φυσικής ομορφιάς και στην κορφή ενός απότομου βράχου, διακόσια πενήντα περίπου μέτρα πάνω από τη θάλασσα, κυριολεκτικά μεταξύ ουρανού και γης», βρίσκεται το σπήλαιο του οσίου Νείλου του μυροβλύτου.
Ο όσιος Νείλος, που ασκήθηκε εδώ, είναι ένα από τα «αειθαλή και πανεύοσμα» κρίνα, ένα από τα «ουρανόμηκη και ευσκιόφυλλα» δέντρα, που βλάστησαν εν ταις υπωρείαις και εν ταις κοιλάσι και παραλίοις· του αγιοτόκου Άθωνα.
Βλαστός της ευάνδρου Πελοποννήσου, γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Πέτρος της Κυνουρίας στα τέλη του 16ου αι. Ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6:4) από τους ευσεβείς γονείς του και διδάχθηκε τα ιερά γράμματα από τον ενάρετο και μορφωμένο θείο του Ιερομόναχο Μακάριο. Με τη συνετή καθοδήγηση και τις συμβουλές του τελευταίου, ο μικρός Νικόλαος Τερζάκης -έτσι λεγόταν στον κόσμο ο άγιος- «προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. 2:52).
Πολύ νωρίς ο σπόρος του θείου λόγου, που έπεσε «επί την γην την καλήν» (Ματθ. 13:23), έδωσε καρπό εκατονταπλάσιο. Έτσι στην ψυχή του Νικολάου άναψε ο θείος έρωτας τόσο, που η ματαιότητα του κόσμου δεν μπορούσε να τον κρατήσει πια κοντά της. Ακολούθησε, λοιπόν, το θείο του στην Ιστορική Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαλεβή, ανδρώα τότε, που βρίσκεται στα βόρεια αντερείσματα του Πάρνωνα και χρονολογείται από τον 8ο αι. Εκεί, «τω ζυγώ του Χριστού υποσχών τον αυχένα», κατά τον ιερό υμνογράφο του, «προς ασκητικούς αγώνας ανδρεία ψυχή απεδύσατο».
Στη μοναχική του κουρά πήρε το όνομα του οσίου Νείλου του Σιναΐτη. Τον μεγάλο αυτό νηπτικό πατέρα του 5ου αι. μιμήθηκε ο συνώνυμός του νέος μοναχός στην άσκηση στην υπομονή και την υπακοή, στη νηστεία και την εγκράτεια, στους κόπους και τις κακοπάθειες, στις προσευχές και τις αγρυπνίες. Τόσο φλογερός ήταν ο ασκητικός του ζήλος, ώστε λίγο αργότερα, με την ευλογία του γέροντά του, εγκαταβίωσε σε μια σπηλιά, πιο πάνω από το μοναστήρι, γνωστή σήμερα με την ονομασία «Ασκητήριο του Αγίου Νείλου».
Για την καθαρότητα και τις αρετές του, αξιώθηκε να λάβει, όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, το χάρισμα της Ιερωσύνης. Παράλληλα έμαθε και την Ιερή τέχνη της εικονογραφίας, στην οποία επιδόθηκε με επιτυχία.
Ο ιερομόναχος Μακάριος έμεινε δεκαπέντε περίπου χρόνια στη Μαλεβή. Ύστερα, ποθώντας ησυχαστικότερη ζωή, ανεχώρησε για το Άγιον Όρος. Όπως αναφέρει ο ίδιος στη διαθήκη του, γραμμένη το 1608, «σπινθήρ θείος κατά το συνειδός τιτρωσκόμενός μου την καρδίαν ουκ επαύσατο, αλλ αεί ελεγχόμενος υπ αυτού διακαώς είχον την καρδίαν μου απαρτίσαι το της εμής ψυχής καταθύμιον, λέγω δη τα της ησυχίας κατορθώματα. Πορευθείς γουν προς εύρεσιν τόπου επιτηδείου, ώστε εν ησυχία μονάσαι κατά μόνας, και περιερχόμενος άπαντα τα του Αγιωνύμου Όρους καταφύγιά τε και καταγώγια, ήλθον και μέχρις ορίων της αγίας Λαύρας, εν οίς τετυχηκώς εύρον χώρον επιτήδειον, καθώς εβουλόμην, εις εμήν οίκησιν».
Ο άγιος Νείλος ακολούθησε τον πνευματικό του πατέρα στον Άθωνα. Πρόσφεραν συμβολικά, όπως συνηθίζεται, ένα φλουρί στην κυρίαρχη Μονή της Μεγίστης Λαύρας και αγόρασαν τον τόπο εκείνο, ος επονομαζόμενος ην της Υπεραγίας Θεοτόκου και των οσίων πατέρων Πέτρου τε και Αθανασίου». Στην περιοχή αυτή, περιοχή πανέμορφη αλλά και πανέρημη η πλησιόχωρη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων ιδρύθηκε αργότερα, γύρω στα 1700, είχε ζήσει και ο πρώτος γνωστός Αγιορείτης ασκητής, ο όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης (8ος αι.)
«Συχνοίς ιδρώσι και κόποις μεγίστοις· γέροντας και υποτακτικός έσπασαν βράχια, έκοψαν αγριόδεντρα, ξερίζωσαν πουρνάρια, καθάρισαν από τα βάτα και τ αγκάθια τον τόπο, που ήταν πριν τοις θηρσί μόνοις προς κατοίκησιν πρόσφορος», έχτισαν κελλάκια κι ένα ναΰδριο αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Κυρίου (σώζονται μέχρι σήμερα στο ναΰδριο αυτό ίχνη τοιχογραφιών που φιλοτέχνησε, κατά την παράδοση, ο άγιος Νείλος) και επιδόθηκαν με ένθεο ζήλο στον νηπτικό βίο.
Πέρασαν μερικά χρόνια, και ο ιερομόναχος Μακάριος αναχώρησε ειρηνικά για τα ουράνια σκηνώματα. Ο άγιος Νείλος, μόνος πια αλλά κατάφορτος με τους αγιοπνευματικούς καρπούς της τέλειας υποταγής, πόθησε την ηρωική ζωή της τέλειας ησυχίας. Ο πόθος αυτός ήταν μια φυσική συνέχεια και προέκταση των προηγούμενων πνευματικών αγώνων του, με τους οποίους η ψυχή του είχε καθαρθεί από την αμαρτία και τα πάθη.
Εκεί κοντά, σ ένα φοβερό γκρεμό, υπήρχε μια μικρή σπηλιά. Με κίνδυνο της ζωής του κατέβηκε ο άγιος στη σπηλιά αυτή, τη διαρρύθμισε κατάλληλα και έφτιαξε στο βάθος της έναν υποτυπώδη ναΐσκο, που τον αφιέρωσε στον απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη το Θεολόγο, τον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και το παρθενικό πρότυπο των μοναχών. Τώρα πια, «της σαρκός την πρόνοιαν ολοσχερώς απορρίψας», αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη νοερά εργασία, στη θεωρία της άνω Ιερουσαλήμ, και αξιώθηκε «αεί τοις νοητοίς εμβατεύειν και συμμετεωροπορείν ταις θείαις δυνάμεσι» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης).
Αγνοούμενος απ όλους και αποκομμένος από κάθε ανθρώπινη επαφή δεν επικοινωνούσε παρά μόνο μ έναν μοναχό, που του έφερνε τη λιτή ασκητική του τροφή και τον βοηθούσε στην τέλεση της θείας Λειτουργίας, αγωνίστηκε νικηφόρα, «εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17:21), εναντίον των δαιμόνων, που τον πολέμησαν λυσσαλέα, μοναδική αλλά και υπέρτατη παρηγοριά έχοντας τη νοερή και καρδιακή κοινωνία με τον Ιησού.
Στο απόκρημνο εκείνο ασκητήριο έζησε ο άγιος, έγκλειστος και αφανής, ως την κοίμησή του, στις 12 Νοεμβρίου του 1651, την ημέρα ακριβώς που τιμάται η μνήμη και του προστάτη του οσίου Νείλου του Σιναΐτου. Το άγιο σκήνωμά του ενταφιάστηκε μπροστά στο σπήλαιο από το μοναχό που τον επισκεπτόταν.
Μετά την κοίμησή του ο Θεός τον δόξασε με το χάρισμα της μυροβλυσίας. Από τον τάφο του άρχισε να αναβλύζει ευώδες αγίασμα, που σχημάτιζε μικρό ρυάκι και έφτανε ως τη θάλασσα.
Οι χριστιανοί δεν άργησαν να πληροφορηθούν το θαυμαστό γεγονός. Έτσι, άρχισαν να καταφθάνουν ως εδώ με πλοία και να παίρνουν σε δοχεία το μύρο, με το οποίο πολλοί άρρωστοι θεραπεύθηκαν θαυματουργικά.
Η συρροή όμως των πιστών στον τόπο αυτό έγινε αντιληπτή από τους πειρατές, που, όπως είναι γνωστό, λυμαίνονταν τη Μεσόγειο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Επανειλημμένα, λοιπόν, έπεσαν επάνω στους ανύποπτους χριστιανούς, και, αφού τους λήστεψαν, άλλους σκότωσαν και άλλους αιχμαλώτισαν, για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Η κατάσταση αυτή προκάλεσε μεγάλη θλίψη και ταραχή στους ασκητές της περιοχής, που ζήτησαν την επέμβαση του θαυματουργού συνασκητή τους οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτη (+1730).
Ο όσιος στάθηκε απέναντι από το σπήλαιο και προσευχήθηκε θερμά. Είπε: «Άγιε Νείλε, εσύ που ήσουνα στη ζωή σου τόσο ταπεινός και ήσυχος, γιατί τώρα επιτρέπεις να γίνονται τέτοιες ακαταστασίες και ανωμαλίες σε βάρος ευσεβών ανθρώπων; Δεν πρόλαβε ν αποσώσει τα λόγια του ο όσιος Ακάκιος, και η ροή του μύρου σταμάτησε!»
Στα χρόνια που ακολούθησαν, χρόνια μαύρης σκλαβιάς, το Άγιον Όρος γνώρισε μεγάλες περιπέτειες και αλλεπάλληλες ερημώσεις, που, σε συνδυασμό και με τη διακοπή της μυροβλυσίας, συνετέλεσαν στο να εγκαταλειφθεί το σπήλαιο και να λησμονηθεί το ακριβές σημείο της ταφής του αγίου Νείλου. Ωστόσο , και μετά την κοίμηση του αγίου, η γύρω περιοχή κατοικήθηκε κατά διαστήματα από φιλέρημους ασκητές, όπως φανερώνουν τα πολυάριθμα ομόλογα που σώζονται στη Μεγίστη Λαύρα (1653 κ.ε.).
Το σημερινό Κελλί, πενήντα μέτρα δυτικά του ναϋδρίου της Υπαπαντής, έχει ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που ανακαινίστηκε το 1745 από τον ιερομόναχο Πελάγιο και οικοδομήθηκε πάλι μεγαλύτερος μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της 26ης Οκτωβρίου του 1905.
Στις αρχές του 19ου αι. ο άγιος Νείλος εμφανίστηκε σε κάποιον Καυσοκαλυβίτη μοναχό Θεοφάνη, που καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, και τον θεράπευσε θαυματουργικά από βαρειά και ανίατη ασθένεια
Το θαύμα αυτό έγινε γνωστό σ όλη την περιοχή, και από τότε πολλοί μοναχοί άρχισαν να έρχονται στον τόπο της ασκήσεως του αγίου. Το παλαιό μονοπάτι, που ήταν κλεισμένο από τους θάμνους, ανοίχτηκε πάλι και καθαρίστηκε , το σπήλαιο συγυρίστηκε και ευτρεπίστηκε, η θεία Λειτουργία άρχισε να τελείται τακτικά στο εκκλησάκι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου από τη συνοδία του Κελλιού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Μάλιστα οι Καυσοκαλυβίτες πατέρες αποφάσισαν να χτίσουν έξω από το σπήλαιο, στην άκρη του βράχου, έναν μικρό ναό αφιερωμένο στον άγιο Νείλο. Καθώς, λοιπόν, έσκαβαν για ν ανοίξουν τα θεμέλια, στις 7 Μαΐου του 1815, με απερίγραπτη χαρά και συγκίνηση βρήκαν τον τάφο και τα τίμια λείψανα του αγίου, από τα οποία ξεχυνόταν άρητη ευωδία.
Απεσταλμένοι της Μεγίστης Λαύρας, που ειδοποιήθηκε αμέσως, παρέλαβαν με πολλή ευλάβεια τα πανεύοσμα οσιακά οστά και τα μετέφεραν στο μοναστήρι. Εκεί τα υποδέχθηκαν επίσημα, με κωδωνοκρουσίες, λαμπάδες και θυμιάματα, όλοι οι Λαυριώτες πατέρες, με επικεφαλής τον εξόριστο τότε στο Άγιον Όρος εθνοϊερομάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Γρηγόριο τον Ε´ (+1821). Η κάρα του οσίου τοποθετήθηκε σε πολύτιμη λειψανοθήκη και ξεχωρίζει μέχρι σήμερα, ανάμεσα στα άλλα άγια λείψανα της Μονής, για τη θαυμάσια ευωδία της. Στο Κελλί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δόθηκε «χάριν ευλογίας, η ιερά αυτού σιαγών, έχουσα επάνω αυτής ένα οδόντα, να διαμένη εκείσε ως αφιέρωμα αναπόσπαστον εις αιώνα τον άπαντα» (ομόλογο 1-8-1818).
Κατά την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου έγιναν πολλές θαυματουργικές θεραπείες ασθενών, που έπασχαν από ποικίλα νοσήματα.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα το οσιακό μνήμα καλλωπίστηκε, ο ναός του αγίου κτίστηκε δίπλα του και μια πέτρινη σκάλα κατασκευάστηκε, για να διευκολύνονται οι προσκυνητές στην κατάβασή τους προς το σπήλαιο.
Από τότε, τόσο ο τάφος όσο και η σιαγόνα του αγίου εκπέμπουν ανά καιρούς πλούσια ευωδία.
Το φελόνι και το πετραχήλι του αγίου, που κι αυτά ευωδιάζουν, φυλάσσονταν μέχρι τις μέρες μας στο Κελλί της Κοιμήσεως, αλλά ο τελευταίος μοναχός της παλαιάς συνοδείας, γερο-Μεθόδιος (+1993), τα παρέδωσε στη Μεγίστη Λαύρα για περισσότερη ασφάλεια.
Η μνήμη του αγίου Νείλου εορτάζεται στις 12 Νοεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του. Στο Άγιον Όρος όμως πανηγυρίζεται λαμπρά στις 7 Μαΐου, ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του.
Στον άγιο Νείλο είναι αφιερωμένοι, εκτός από το ναΐσκο δίπλα στον τάφο του, και άλλοι τρεις ναοί: Ένα παρεκκλήσι στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαλεβής Κυνουρίας (το κελλί του οσίου), άλλο ένα στο μετόχι της Μονής στην Τρίπολη, καθώς και ένας μεγαλόπρεπος ενοριακός ναός στον Πειραιά, στην περιοχή του Χατζηκυριακείου.
Είθε οι πρεσβείες του μυροβλύτη και θαυματουργού οσίου προς τον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Κύριο να χαρίσουν σε όλους μας την βασιλεία των ουρανών.
Πηγή: egolpion.com
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr
Στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Άθω, σε απόσταση μίας ώρας περίπου από τα Καυσοκαλύβια, προς τη Μεγίστη Λαύρα, μέσα σ ένα επιβλητικά άγριο τοπίο θαυμαστής φυσικής ομορφιάς και στην κορφή ενός απότομου βράχου, διακόσια πενήντα περίπου μέτρα πάνω από τη θάλασσα, κυριολεκτικά μεταξύ ουρανού και γης», βρίσκεται το σπήλαιο του οσίου Νείλου του μυροβλύτου.
Ο όσιος Νείλος, που ασκήθηκε εδώ, είναι ένα από τα «αειθαλή και πανεύοσμα» κρίνα, ένα από τα «ουρανόμηκη και ευσκιόφυλλα» δέντρα, που βλάστησαν εν ταις υπωρείαις και εν ταις κοιλάσι και παραλίοις· του αγιοτόκου Άθωνα.
Βλαστός της ευάνδρου Πελοποννήσου, γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Πέτρος της Κυνουρίας στα τέλη του 16ου αι. Ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6:4) από τους ευσεβείς γονείς του και διδάχθηκε τα ιερά γράμματα από τον ενάρετο και μορφωμένο θείο του Ιερομόναχο Μακάριο. Με τη συνετή καθοδήγηση και τις συμβουλές του τελευταίου, ο μικρός Νικόλαος Τερζάκης -έτσι λεγόταν στον κόσμο ο άγιος- «προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. 2:52).
Πολύ νωρίς ο σπόρος του θείου λόγου, που έπεσε «επί την γην την καλήν» (Ματθ. 13:23), έδωσε καρπό εκατονταπλάσιο. Έτσι στην ψυχή του Νικολάου άναψε ο θείος έρωτας τόσο, που η ματαιότητα του κόσμου δεν μπορούσε να τον κρατήσει πια κοντά της. Ακολούθησε, λοιπόν, το θείο του στην Ιστορική Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαλεβή, ανδρώα τότε, που βρίσκεται στα βόρεια αντερείσματα του Πάρνωνα και χρονολογείται από τον 8ο αι. Εκεί, «τω ζυγώ του Χριστού υποσχών τον αυχένα», κατά τον ιερό υμνογράφο του, «προς ασκητικούς αγώνας ανδρεία ψυχή απεδύσατο».
Στη μοναχική του κουρά πήρε το όνομα του οσίου Νείλου του Σιναΐτη. Τον μεγάλο αυτό νηπτικό πατέρα του 5ου αι. μιμήθηκε ο συνώνυμός του νέος μοναχός στην άσκηση στην υπομονή και την υπακοή, στη νηστεία και την εγκράτεια, στους κόπους και τις κακοπάθειες, στις προσευχές και τις αγρυπνίες. Τόσο φλογερός ήταν ο ασκητικός του ζήλος, ώστε λίγο αργότερα, με την ευλογία του γέροντά του, εγκαταβίωσε σε μια σπηλιά, πιο πάνω από το μοναστήρι, γνωστή σήμερα με την ονομασία «Ασκητήριο του Αγίου Νείλου».
Για την καθαρότητα και τις αρετές του, αξιώθηκε να λάβει, όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, το χάρισμα της Ιερωσύνης. Παράλληλα έμαθε και την Ιερή τέχνη της εικονογραφίας, στην οποία επιδόθηκε με επιτυχία.
Ο ιερομόναχος Μακάριος έμεινε δεκαπέντε περίπου χρόνια στη Μαλεβή. Ύστερα, ποθώντας ησυχαστικότερη ζωή, ανεχώρησε για το Άγιον Όρος. Όπως αναφέρει ο ίδιος στη διαθήκη του, γραμμένη το 1608, «σπινθήρ θείος κατά το συνειδός τιτρωσκόμενός μου την καρδίαν ουκ επαύσατο, αλλ αεί ελεγχόμενος υπ αυτού διακαώς είχον την καρδίαν μου απαρτίσαι το της εμής ψυχής καταθύμιον, λέγω δη τα της ησυχίας κατορθώματα. Πορευθείς γουν προς εύρεσιν τόπου επιτηδείου, ώστε εν ησυχία μονάσαι κατά μόνας, και περιερχόμενος άπαντα τα του Αγιωνύμου Όρους καταφύγιά τε και καταγώγια, ήλθον και μέχρις ορίων της αγίας Λαύρας, εν οίς τετυχηκώς εύρον χώρον επιτήδειον, καθώς εβουλόμην, εις εμήν οίκησιν».
Ο άγιος Νείλος ακολούθησε τον πνευματικό του πατέρα στον Άθωνα. Πρόσφεραν συμβολικά, όπως συνηθίζεται, ένα φλουρί στην κυρίαρχη Μονή της Μεγίστης Λαύρας και αγόρασαν τον τόπο εκείνο, ος επονομαζόμενος ην της Υπεραγίας Θεοτόκου και των οσίων πατέρων Πέτρου τε και Αθανασίου». Στην περιοχή αυτή, περιοχή πανέμορφη αλλά και πανέρημη η πλησιόχωρη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων ιδρύθηκε αργότερα, γύρω στα 1700, είχε ζήσει και ο πρώτος γνωστός Αγιορείτης ασκητής, ο όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης (8ος αι.)
«Συχνοίς ιδρώσι και κόποις μεγίστοις· γέροντας και υποτακτικός έσπασαν βράχια, έκοψαν αγριόδεντρα, ξερίζωσαν πουρνάρια, καθάρισαν από τα βάτα και τ αγκάθια τον τόπο, που ήταν πριν τοις θηρσί μόνοις προς κατοίκησιν πρόσφορος», έχτισαν κελλάκια κι ένα ναΰδριο αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Κυρίου (σώζονται μέχρι σήμερα στο ναΰδριο αυτό ίχνη τοιχογραφιών που φιλοτέχνησε, κατά την παράδοση, ο άγιος Νείλος) και επιδόθηκαν με ένθεο ζήλο στον νηπτικό βίο.
Πέρασαν μερικά χρόνια, και ο ιερομόναχος Μακάριος αναχώρησε ειρηνικά για τα ουράνια σκηνώματα. Ο άγιος Νείλος, μόνος πια αλλά κατάφορτος με τους αγιοπνευματικούς καρπούς της τέλειας υποταγής, πόθησε την ηρωική ζωή της τέλειας ησυχίας. Ο πόθος αυτός ήταν μια φυσική συνέχεια και προέκταση των προηγούμενων πνευματικών αγώνων του, με τους οποίους η ψυχή του είχε καθαρθεί από την αμαρτία και τα πάθη.
Εκεί κοντά, σ ένα φοβερό γκρεμό, υπήρχε μια μικρή σπηλιά. Με κίνδυνο της ζωής του κατέβηκε ο άγιος στη σπηλιά αυτή, τη διαρρύθμισε κατάλληλα και έφτιαξε στο βάθος της έναν υποτυπώδη ναΐσκο, που τον αφιέρωσε στον απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη το Θεολόγο, τον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και το παρθενικό πρότυπο των μοναχών. Τώρα πια, «της σαρκός την πρόνοιαν ολοσχερώς απορρίψας», αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη νοερά εργασία, στη θεωρία της άνω Ιερουσαλήμ, και αξιώθηκε «αεί τοις νοητοίς εμβατεύειν και συμμετεωροπορείν ταις θείαις δυνάμεσι» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης).
Αγνοούμενος απ όλους και αποκομμένος από κάθε ανθρώπινη επαφή δεν επικοινωνούσε παρά μόνο μ έναν μοναχό, που του έφερνε τη λιτή ασκητική του τροφή και τον βοηθούσε στην τέλεση της θείας Λειτουργίας, αγωνίστηκε νικηφόρα, «εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17:21), εναντίον των δαιμόνων, που τον πολέμησαν λυσσαλέα, μοναδική αλλά και υπέρτατη παρηγοριά έχοντας τη νοερή και καρδιακή κοινωνία με τον Ιησού.
Στο απόκρημνο εκείνο ασκητήριο έζησε ο άγιος, έγκλειστος και αφανής, ως την κοίμησή του, στις 12 Νοεμβρίου του 1651, την ημέρα ακριβώς που τιμάται η μνήμη και του προστάτη του οσίου Νείλου του Σιναΐτου. Το άγιο σκήνωμά του ενταφιάστηκε μπροστά στο σπήλαιο από το μοναχό που τον επισκεπτόταν.
Μετά την κοίμησή του ο Θεός τον δόξασε με το χάρισμα της μυροβλυσίας. Από τον τάφο του άρχισε να αναβλύζει ευώδες αγίασμα, που σχημάτιζε μικρό ρυάκι και έφτανε ως τη θάλασσα.
Οι χριστιανοί δεν άργησαν να πληροφορηθούν το θαυμαστό γεγονός. Έτσι, άρχισαν να καταφθάνουν ως εδώ με πλοία και να παίρνουν σε δοχεία το μύρο, με το οποίο πολλοί άρρωστοι θεραπεύθηκαν θαυματουργικά.
Η συρροή όμως των πιστών στον τόπο αυτό έγινε αντιληπτή από τους πειρατές, που, όπως είναι γνωστό, λυμαίνονταν τη Μεσόγειο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Επανειλημμένα, λοιπόν, έπεσαν επάνω στους ανύποπτους χριστιανούς, και, αφού τους λήστεψαν, άλλους σκότωσαν και άλλους αιχμαλώτισαν, για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Η κατάσταση αυτή προκάλεσε μεγάλη θλίψη και ταραχή στους ασκητές της περιοχής, που ζήτησαν την επέμβαση του θαυματουργού συνασκητή τους οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτη (+1730).
Ο όσιος στάθηκε απέναντι από το σπήλαιο και προσευχήθηκε θερμά. Είπε: «Άγιε Νείλε, εσύ που ήσουνα στη ζωή σου τόσο ταπεινός και ήσυχος, γιατί τώρα επιτρέπεις να γίνονται τέτοιες ακαταστασίες και ανωμαλίες σε βάρος ευσεβών ανθρώπων; Δεν πρόλαβε ν αποσώσει τα λόγια του ο όσιος Ακάκιος, και η ροή του μύρου σταμάτησε!»
Στα χρόνια που ακολούθησαν, χρόνια μαύρης σκλαβιάς, το Άγιον Όρος γνώρισε μεγάλες περιπέτειες και αλλεπάλληλες ερημώσεις, που, σε συνδυασμό και με τη διακοπή της μυροβλυσίας, συνετέλεσαν στο να εγκαταλειφθεί το σπήλαιο και να λησμονηθεί το ακριβές σημείο της ταφής του αγίου Νείλου. Ωστόσο , και μετά την κοίμηση του αγίου, η γύρω περιοχή κατοικήθηκε κατά διαστήματα από φιλέρημους ασκητές, όπως φανερώνουν τα πολυάριθμα ομόλογα που σώζονται στη Μεγίστη Λαύρα (1653 κ.ε.).
Το σημερινό Κελλί, πενήντα μέτρα δυτικά του ναϋδρίου της Υπαπαντής, έχει ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που ανακαινίστηκε το 1745 από τον ιερομόναχο Πελάγιο και οικοδομήθηκε πάλι μεγαλύτερος μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της 26ης Οκτωβρίου του 1905.
Στις αρχές του 19ου αι. ο άγιος Νείλος εμφανίστηκε σε κάποιον Καυσοκαλυβίτη μοναχό Θεοφάνη, που καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, και τον θεράπευσε θαυματουργικά από βαρειά και ανίατη ασθένεια
Το θαύμα αυτό έγινε γνωστό σ όλη την περιοχή, και από τότε πολλοί μοναχοί άρχισαν να έρχονται στον τόπο της ασκήσεως του αγίου. Το παλαιό μονοπάτι, που ήταν κλεισμένο από τους θάμνους, ανοίχτηκε πάλι και καθαρίστηκε , το σπήλαιο συγυρίστηκε και ευτρεπίστηκε, η θεία Λειτουργία άρχισε να τελείται τακτικά στο εκκλησάκι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου από τη συνοδία του Κελλιού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Μάλιστα οι Καυσοκαλυβίτες πατέρες αποφάσισαν να χτίσουν έξω από το σπήλαιο, στην άκρη του βράχου, έναν μικρό ναό αφιερωμένο στον άγιο Νείλο. Καθώς, λοιπόν, έσκαβαν για ν ανοίξουν τα θεμέλια, στις 7 Μαΐου του 1815, με απερίγραπτη χαρά και συγκίνηση βρήκαν τον τάφο και τα τίμια λείψανα του αγίου, από τα οποία ξεχυνόταν άρητη ευωδία.
Απεσταλμένοι της Μεγίστης Λαύρας, που ειδοποιήθηκε αμέσως, παρέλαβαν με πολλή ευλάβεια τα πανεύοσμα οσιακά οστά και τα μετέφεραν στο μοναστήρι. Εκεί τα υποδέχθηκαν επίσημα, με κωδωνοκρουσίες, λαμπάδες και θυμιάματα, όλοι οι Λαυριώτες πατέρες, με επικεφαλής τον εξόριστο τότε στο Άγιον Όρος εθνοϊερομάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Γρηγόριο τον Ε´ (+1821). Η κάρα του οσίου τοποθετήθηκε σε πολύτιμη λειψανοθήκη και ξεχωρίζει μέχρι σήμερα, ανάμεσα στα άλλα άγια λείψανα της Μονής, για τη θαυμάσια ευωδία της. Στο Κελλί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δόθηκε «χάριν ευλογίας, η ιερά αυτού σιαγών, έχουσα επάνω αυτής ένα οδόντα, να διαμένη εκείσε ως αφιέρωμα αναπόσπαστον εις αιώνα τον άπαντα» (ομόλογο 1-8-1818).
Κατά την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου έγιναν πολλές θαυματουργικές θεραπείες ασθενών, που έπασχαν από ποικίλα νοσήματα.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα το οσιακό μνήμα καλλωπίστηκε, ο ναός του αγίου κτίστηκε δίπλα του και μια πέτρινη σκάλα κατασκευάστηκε, για να διευκολύνονται οι προσκυνητές στην κατάβασή τους προς το σπήλαιο.
Από τότε, τόσο ο τάφος όσο και η σιαγόνα του αγίου εκπέμπουν ανά καιρούς πλούσια ευωδία.
Το φελόνι και το πετραχήλι του αγίου, που κι αυτά ευωδιάζουν, φυλάσσονταν μέχρι τις μέρες μας στο Κελλί της Κοιμήσεως, αλλά ο τελευταίος μοναχός της παλαιάς συνοδείας, γερο-Μεθόδιος (+1993), τα παρέδωσε στη Μεγίστη Λαύρα για περισσότερη ασφάλεια.
Η μνήμη του αγίου Νείλου εορτάζεται στις 12 Νοεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του. Στο Άγιον Όρος όμως πανηγυρίζεται λαμπρά στις 7 Μαΐου, ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του.
Στον άγιο Νείλο είναι αφιερωμένοι, εκτός από το ναΐσκο δίπλα στον τάφο του, και άλλοι τρεις ναοί: Ένα παρεκκλήσι στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαλεβής Κυνουρίας (το κελλί του οσίου), άλλο ένα στο μετόχι της Μονής στην Τρίπολη, καθώς και ένας μεγαλόπρεπος ενοριακός ναός στον Πειραιά, στην περιοχή του Χατζηκυριακείου.
Είθε οι πρεσβείες του μυροβλύτη και θαυματουργού οσίου προς τον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Κύριο να χαρίσουν σε όλους μας την βασιλεία των ουρανών.
Πηγή: egolpion.com
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr