Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ο πρώτος εν Ελλάδι στρατιωτικός ιερέας

Μια από τις άγνωστες πτυχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο ελληνικό έθνος είναι αναμφίβολα και η συμμετοχή και συμβολή των στρατιωτικών ιερέων στο επιτυχές αποτέλεσμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Η παρουσία των ιερέων στον Αγώνα του '21 τεκμηριώνεται από τα ιστορικά κείμενα και αρχεία της εποχής, ενώ ήδη από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου θεσμοθετείται και επισήμως θέση ιερέα για κάθε χιλιαρχία του Στρατού.
Βάσει του κανονισμού, ονομάζεται αξιωματικός και εντάσσεται στο επιτελείο της μονάδας, ανάμεσα στον γραμματέα, τον ιατρό και τον φροντιστή, με μηνιαίο μάλιστα μισθό 120 γρόσια.

«Η αποστολή των στρατιωτικών ιερέων στον Αγώνα του 1821 -όπως και όσων συμμετείχαν στους άλλους αγώνες του έθνους- ήταν αμιγώς πνευματική. Μένοντας συνεπείς στον πνευματικό και αγιαστικό χαρακτήρα του λειτουργήματός τους, δεν χρησιμοποίησαν όπλα κατά των εχθρών» αναφέρει ο π. Μελέτιος στο βιβλίο του «Θρησκευτικοί λειτουργοί στο στράτευμα διά μέσου των αιώνων», ενώ σε άλλο σημείο υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Οι στρατιωτικοί ιερείς, ακολουθώντας σε όλες τις μάχες τα στρατεύματα, λειτουργούσαν, εξομολογούσαν, κοινωνούσαν και παραμυθούσαν τους αγωνιζόμενους αδελφούς. Κυρίως όμως προκινδύνευαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου».

Ο αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Ρωμανίδης υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός εν Ελλάδι ιερέας και αναμφίβολα «η πιο εμβληματική μορφή στρατιωτικού ιερέα τόσο από την άποψη της χρονικής διάρκειας της υπηρεσίας του όσο και από αυτή των ποιοτικών χαρακτηριστικών του έργου και της παρουσίας του» σημειώνει στο εξαιρετικό ιστορικό έργο του ο στρατιωτικός ιερέας π. Μελέτιος Κουράκλης. Σε ανέκδοτη αναφορά του στις 13 Δεκεμβρίου 1837 υπεραμύνεται του πνευματικού χαρακτήρα της αποστολής του σε αντιδιαστολή με εκείνον του μαχητή ιερέα. Ανέφερε μεταξύ άλλων: «Αν ενηγκάλιζον ιδίαις χερσί τα όπλα εξ αρχής ήθελον χαίρει βεβαίως ανώτερον βαθμόν καθώς άλλοι. Πλην δεν είναι νομίζω ευκαταφρόνητον ότι εφύλαξα το ιερατικόν επάγγελμα και εβοήθησα τον στρατόν λόγω και έργω πραγματικώς, χρηματίσας μάλιστα».

Ο Ρωμανίδης γεννήθηκε το 1798 στην Πάτμο. Συμμετείχε στον Αγώνα από το 1821 τόσο στα άτακτα σώματα, υπό τις διαταγές του στρατηγού Υψηλάντη, όσο και στο Ναυτικό, υπό τις διαταγές του ναύαρχου Μιαούλη. Ο ίδιος ο αρχιμανδρίτης αναφέρεται στις υπηρεσίες του στο Ναυτικό κατά την αποστολή των αποδεικτικών του προς την Ιερά Σύνοδο στις 3 Σεπτεμβρίου 1836, όπου πληροφορεί ότι τα παλαιά αποδεικτικά που του είχαν χορηγήσει ο πληρεξούσιος της Εταιρίας Δ. Θέμελης, ο ναύαρχος Μιαούλης και ο λόρδος Κόχραν κάηκαν στο δίκροτο «Η Ελλάς». Αναφορά στις πολύχρονες υπηρεσίες του έχουμε και στην αίτηση που υπέβαλε για την έκτακτη επιχορήγηση που δόθηκε στους αξιωματικούς της εποχής, αλλά και στον πρόλογο του βιβλίου του, που εκδόθηκε το 1871. Την 1η Μαρτίου 1829 ονομάστηκε ιερέας στον Στρατό της Γραμμής, φέροντας επί εποχής Καποδίστρια τον βαθμό του λοχαγού.

Και διδάσκαλος

Συγχρόνως με αυτές τις δραστηριότητες, ο Ρωμανίδης είχε αναλάβει διευθυντής και διδάσκαλος στο ειδικό αλληλοδιδακτικό σχολείο, το οποίο είχε συσταθεί έπειτα από πρωτοβουλία του Καποδίστρια για τους στρατιώτες και αξιωματικούς του Τυπικού Τάγματος. Εκεί γύρω στο 1834 ξεκίνησε η επίσημη διαδικασία για την αναγνώριση και τον διορισμό των στρατιωτικών ιερέων και αφού είχε προηγηθεί η έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Το 1835 ήταν μια σημαντική χρονολογία για τον ίδιο, καθώς με Βασιλικό Διάταγμα διορίζεται τακτικός ιερέας του 3ου Τάγματος Πεζικού της Γραμμής, με μηνιαίο μισθό 120 δραχμές, και εκτάκτως ιερέας της Φρουράς Μεσολογγίου. Με δεδομένο ότι τα οικονομικά του δεν ήταν ικανοποιητικά, αιτήθηκε δύο φορές μικρή αύξηση μισθού ως αναγνώριση της προσφοράς του στο στράτευμα. Υπογράμμιζε, μάλιστα, το γεγονός ότι είχε προτιμήσει να τιμήσει στο ακέραιο τον πνευματικό χαρακτήρα του λειτουργήματος αντί «να εναγκαλιστεί τα όπλα» και να ανελιχθεί στη στρατιωτική ιεραρχία. Η πολυετής προσφορά του μπορεί μεν να αναγνωρίστηκε το 1844, εφόσον παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό των Ταξιαρχών του Τάγματος του Σωτήρος, ωστόσο οι προσπάθειες για μισθολογική αύξηση και πάλι δεν καρποφόρησαν.

«Ο Νικηφόρος Ρωμανίδης ήταν γνωστός για το λειτουργικό και κηρυκτικό - διδακτικό του έργο» σημειώνει ο π. Μελέτιος Κουράκλης στην εργασία του, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει: «Ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη (...) Οταν εξέδωσε βιβλίο με τις εκκλησιαστικές του ομιλίες, το υπουργείο Στρατιωτικών το συνέστησε ως λίαν χρήσιμον, γεγονός που μαρτυρεί την απήχηση και το κύρος της προσωπικότητάς του αλλά και την αποδοχή εντός του στρατεύματος». Αποστρατεύτηκε το 1872, σε ηλικία 74 ετών, έπειτα από αίτησή του, ενώ απεβίωσε το 1877, σε ηλικία 79 ετών.



Tου Σωτήρη Λέτσιου - Από την Ορθόδοξη Αλήθεια

Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr