Ἅγιε μου Σπυρίδων,
αὐτὲς τὶς ἡμέρες πετώντας ὡς σκύβαλα τεκμήρια τοῦ παρελθόντος μου βίου βρῆκα στὸ ἑρμάριο τῶν ἀναμνήσεών μου ἕνα πλακάκι ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ σου, αὐτοῦ ποὺ ἰσοπεδώθηκε γιὰ νὰ γίνει λεωφόρος, καὶ ἡ καρδιά μου σκίρτησε.
Ὁ νοῦς μου ἀμέσως ἄρχισε νὰ ξετυλίγει τὸ εἱλητάριο τῶν ἀναμνήσεων καὶ φτερούγισε στὰ πρῶτα γυμνασιακά μου χρόνια.
Τότε ποὺ συνωστιζόμενος μέσα στὸ ἀστικὸ λεωφορεῖο καὶ κατευθυνόμενος πρὸς τὰ θρανία τῆς γνώσεως προσπαθοῦσα νὰ ἐλευθερώσω τὸ χέρι μου ἀπὸ τὴ πίεση τῶν ταλαίπωρων συνεπιβατῶν μου, τῶν ἐργατῶν τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γιὰ νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας, ὅταν τὸ ὄχημα περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ μικρὸ ἀλλὰ χαριτωμένο ναό σου.
Μέσα στοὺς ὁλόδροσους κήπους τῶν Σεπολίων, μεταξὺ τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ ἁγίου Μελετίου καὶ τῆς γέφυρας τοῦ Κηφισοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν τὸ νυκτερινὸ κέντρο «Ροσινιόλ» ἔστεκε κτισμένο τὸ ἐκκλησάκι σου ἀπὸ κάποιους εὐλαβεῖς κηποκτηματίες καὶ εὐλογοῦσες ὅλους τοὺς περαστικούς, εἴτε ἐποχούμενους εἴτε πεζοπόρους.
Δίπλα στὸ στενὸ ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο, τὸ μόνο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο τῆς περιοχῆς, τὴν ὁδὸ Δυρραχίου, μὲ τὸν μικρό σου τροῦλο πάνω στὴ δίρριχτη στέγη σου, ἤσουν σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ ἡ στάση τῶν λεωφορείων ἔφερε τὸ ὄνομά σου.
Καὶ νὰ ξεχνιόμαστε καμιὰ φορὰ νὰ σταυροκοπηθοῦμε ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς μαθητικὲς ἔννοιες καὶ ἀγωνίες ἀκούγαμε τὴ φωνὴ τοῦ εἰσπράκτορα νὰ φωνάζει: «Ἅγιος Σπυρίδων»!
Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός σου ὁ νοῦς μας πετοῦσε στὴν ὄμορφη Κέρκυρα, ποὺ ἄφθαρτο στοὺς αἰῶνες θησαυρίζει τὸ τίμιο σκήνωμά σου, αὐτὸ ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχει δείξει πηγὴ ἀκένωτη θαυμάτων.
Πετοῦσε ἀκόμη στὴν ἡρωϊκὴ πατρίδα σου, στὴν Τριμυθοῦντα τῆς Κύπρου, ὅπου μεγάλωσες, ὅπου θαυματούργησες, ὅπου κατεύθυνες σοφὰ τὸ ποίμνιό σου πρὸς τοὺς κήπους τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐκεῖ, ποὺ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο σου ὁ Γέροντας Γαβριήλ, τότε νεαρός, ὁδηγώντας ἕνα ποδήλατο καὶ προσευχόμενος διέτρεχε μὲ χαρὰ τὰ ἕξη χιλιόμετρα ποὺ τὸν χώριζαν ἀπὸ τὴ Λύση, κι’ αὐτὸ ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ κάθε τόσο.
Ἦταν τότε τὰ χρόνια ποὺ τὰ ἡρωϊκὰ παλληκάρια τῆς Κύπρου μας, τῆς πατρίδος σου εἶχαν ξεσηκωθεῖ κατὰ τοῦ τύραννου κατακτητῆ.
Ἦταν οἱ ἡμέρες ποὺ οἱ χριστομάρτυρες ὁδηγοῦνταν στὴν κρεμάλα κι’ ἐμεῖς μικρὰ μαθητόπουλα ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς μαζεύαμε ὑπογραφές, γιὰ νὰ τὶς στείλουμε στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς καὶ νὰ πετύχουμε τὴ σωτηρία τους.
Ἦταν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ πατέρας ἔβγαλε τὴν πινακίδα τοῦ δρόμου τοῦ σπιτοῦ μας καὶ τοποθέτησε μὲ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια νέα ποὺ ἔγραφε: «ὁδὸς Καραολῆ καὶ Δημητρίου».
Ἦταν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ χρυσαετὸς τῆς Λύσης, τῆς πατρίδας τοῦ Γέροντα Γαβριήλ, γινόταν ὁλοκαύτωμα στὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες διάλεξε καὶ μιὰ μεγάλη μπουλντόζα νὰ ἰσοπεδώσει τὸ μικρό ναΰδριό σου στὰ Σεπόλια, γιὰ νὰ διαπλατυνθεῖ ὁ δρόμος καὶ νὰ γίνει λεωφόρος.
Ὅταν εἶδα τὸ βαρὺ μηχάνημα νὰ γκρεμίζει τὴν ἐκκλησιά σου, ἅγιε μου Σπυρίδων, νομιζα ὅτι ἰσοπέδωνε ὅ,τι εἶχα μέσα στὴν καρδιά μου.
Γιατί νὰ τὸ κάνουν οἱ μπουλτόζες, εἶπα μέσα μου μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση; Γιατί νὰ τὸ ἐπιτρέψουν οἱ ἁρμόδιοι, ἀφοῦ ὑπῆρχε χῶρος γιὰ ἐπέκταση τῆς λεωφόρου στὴν ἀπέναντι μεριά; Ἔτσι εὔκολα κατεδαφίζουν ἐκκλησιές; Δὲν σὲ σεβάστηκαν, ἅγιέ μου, ἄφησαν ἀνοχύρωτο τὸ σπιτάκι σου!
Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάσει ὅταν ἀντίκρυσα τὸ θέαμα. Δὲν ὑπολόγισα τὸ χάσιμο τοῦ μαθήματος καὶ τὴν ἀπουσία στὸ σχολεῖο καὶ κατέβηκα στὴν ἑπόμενη στάση.
Γύρισα πίσω καὶ ἔκανα βόλτα κλαίγονας στὰ χαλάσματα. Ἕνα πικρὸ γιατί ἔβγαινε ἀπὸ τὰ παιδικά μου σώβαθα. Περιεργαζόμουν τὰ χαλάσματα καὶ σὲ ἔφερνα στὸ νοῦ μου, ἅγιε μου Σπυρίδων.
Τὸ δικό σου ναὸ γκρέμισαν, ἐσένα ποὺ προασπίστηκες τὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ μὲ ἁπλὸ τρόπο θεολόγησες τὸ τρισυπόστατό Της!
Ἐσένα γκρέμισαν τὸ ναό, ποὺ μίλησες στὴ νεκρὴ κόρη σου, τὴν Εἰρήνη, καὶ μετέβαλες σὲ χρυσάφι τὸ φίδι!
Ὅταν συνῆλθα ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο κακὸ βρῆκα μπροστά μου ἕνα πλακάκι, ἀπὸ τὸ δάπεδο τῆς ἐκκλησιᾶς.
Ἔσκυψα καὶ τὸ περιμάζεψα μὲ εὐλάβεια. Τὸ ἀκούμπησα στὸ στῆθος μου καὶ βγάζοντας ἕνα βαρὺ ἀναστεναγμὸ τὸ ἔσφιξα στὸν κόρφο μου λέγοντας: «Ἅγιε μου Σπυρίδων, δὲν θὰ λησμονήσω τὴν ὕπαρξη ἐδῶ τῆς ἐκκλησιᾶς σου. Θὰ συνεχίσω νὰ σταυροκοπιοῦμαι κάθε φορὰ που θὰ περνῶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ θὰ ἐπικαλοῦμαι τὸ ἅγιο ὄνομά σου!
Τώρα, μετὰ παρέλευση μισοῦ αἰῶνα βρῆκα στὸ ἑρμάριο τοῦ πατρικοῦ μου σπιτιοῦ τὸ πλακάκι τοῦ δαπέδου σου καὶ συγκινήθηκα. Ὁ νοῦς μου γύρισε στὰ περασμένα.
Ἐξακουθῶ νὰ τὸ φυλάω σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ μένα θὰ ξεχαστεῖ. Κανένας δὲ θυμᾶται σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὺς «παλιούς» τὸ ἐκκλησάκι σου.
Ἡ πολύβουη λεωφόρος ἔχει γεμίσει ἀπὸ πολυκατοικίες καὶ στὸν ἄλλοτε περίχωρό του μάντρες αὐτοκινήτων καὶ βιτρίνες προβάλλουν τὰ ἐμπορεύματά τους.
Ἡ λήθη σκέπασε τὸ ἐκκλησάκι σου. Ὄχι ὅμως καὶ ἡ καρδιά μου. Αὐτὴ θὰ σὲ μεγαλύνει, ἅγιε μου Σπυρίδων, ὅσο ζῶ καὶ ὑπάρχω. Στεῖλέ μου τὴν εὐχή σου.
Για την Romfea.gr - Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr
αὐτὲς τὶς ἡμέρες πετώντας ὡς σκύβαλα τεκμήρια τοῦ παρελθόντος μου βίου βρῆκα στὸ ἑρμάριο τῶν ἀναμνήσεών μου ἕνα πλακάκι ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ σου, αὐτοῦ ποὺ ἰσοπεδώθηκε γιὰ νὰ γίνει λεωφόρος, καὶ ἡ καρδιά μου σκίρτησε.
Ὁ νοῦς μου ἀμέσως ἄρχισε νὰ ξετυλίγει τὸ εἱλητάριο τῶν ἀναμνήσεων καὶ φτερούγισε στὰ πρῶτα γυμνασιακά μου χρόνια.
Τότε ποὺ συνωστιζόμενος μέσα στὸ ἀστικὸ λεωφορεῖο καὶ κατευθυνόμενος πρὸς τὰ θρανία τῆς γνώσεως προσπαθοῦσα νὰ ἐλευθερώσω τὸ χέρι μου ἀπὸ τὴ πίεση τῶν ταλαίπωρων συνεπιβατῶν μου, τῶν ἐργατῶν τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γιὰ νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας, ὅταν τὸ ὄχημα περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ μικρὸ ἀλλὰ χαριτωμένο ναό σου.
Μέσα στοὺς ὁλόδροσους κήπους τῶν Σεπολίων, μεταξὺ τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ ἁγίου Μελετίου καὶ τῆς γέφυρας τοῦ Κηφισοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν τὸ νυκτερινὸ κέντρο «Ροσινιόλ» ἔστεκε κτισμένο τὸ ἐκκλησάκι σου ἀπὸ κάποιους εὐλαβεῖς κηποκτηματίες καὶ εὐλογοῦσες ὅλους τοὺς περαστικούς, εἴτε ἐποχούμενους εἴτε πεζοπόρους.
Δίπλα στὸ στενὸ ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο, τὸ μόνο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο τῆς περιοχῆς, τὴν ὁδὸ Δυρραχίου, μὲ τὸν μικρό σου τροῦλο πάνω στὴ δίρριχτη στέγη σου, ἤσουν σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ ἡ στάση τῶν λεωφορείων ἔφερε τὸ ὄνομά σου.
Καὶ νὰ ξεχνιόμαστε καμιὰ φορὰ νὰ σταυροκοπηθοῦμε ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς μαθητικὲς ἔννοιες καὶ ἀγωνίες ἀκούγαμε τὴ φωνὴ τοῦ εἰσπράκτορα νὰ φωνάζει: «Ἅγιος Σπυρίδων»!
Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός σου ὁ νοῦς μας πετοῦσε στὴν ὄμορφη Κέρκυρα, ποὺ ἄφθαρτο στοὺς αἰῶνες θησαυρίζει τὸ τίμιο σκήνωμά σου, αὐτὸ ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχει δείξει πηγὴ ἀκένωτη θαυμάτων.
Πετοῦσε ἀκόμη στὴν ἡρωϊκὴ πατρίδα σου, στὴν Τριμυθοῦντα τῆς Κύπρου, ὅπου μεγάλωσες, ὅπου θαυματούργησες, ὅπου κατεύθυνες σοφὰ τὸ ποίμνιό σου πρὸς τοὺς κήπους τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐκεῖ, ποὺ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο σου ὁ Γέροντας Γαβριήλ, τότε νεαρός, ὁδηγώντας ἕνα ποδήλατο καὶ προσευχόμενος διέτρεχε μὲ χαρὰ τὰ ἕξη χιλιόμετρα ποὺ τὸν χώριζαν ἀπὸ τὴ Λύση, κι’ αὐτὸ ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ κάθε τόσο.
Ἦταν τότε τὰ χρόνια ποὺ τὰ ἡρωϊκὰ παλληκάρια τῆς Κύπρου μας, τῆς πατρίδος σου εἶχαν ξεσηκωθεῖ κατὰ τοῦ τύραννου κατακτητῆ.
Ἦταν οἱ ἡμέρες ποὺ οἱ χριστομάρτυρες ὁδηγοῦνταν στὴν κρεμάλα κι’ ἐμεῖς μικρὰ μαθητόπουλα ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς μαζεύαμε ὑπογραφές, γιὰ νὰ τὶς στείλουμε στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς καὶ νὰ πετύχουμε τὴ σωτηρία τους.
Ἦταν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ πατέρας ἔβγαλε τὴν πινακίδα τοῦ δρόμου τοῦ σπιτοῦ μας καὶ τοποθέτησε μὲ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια νέα ποὺ ἔγραφε: «ὁδὸς Καραολῆ καὶ Δημητρίου».
Ἦταν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ χρυσαετὸς τῆς Λύσης, τῆς πατρίδας τοῦ Γέροντα Γαβριήλ, γινόταν ὁλοκαύτωμα στὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες διάλεξε καὶ μιὰ μεγάλη μπουλντόζα νὰ ἰσοπεδώσει τὸ μικρό ναΰδριό σου στὰ Σεπόλια, γιὰ νὰ διαπλατυνθεῖ ὁ δρόμος καὶ νὰ γίνει λεωφόρος.
Ὅταν εἶδα τὸ βαρὺ μηχάνημα νὰ γκρεμίζει τὴν ἐκκλησιά σου, ἅγιε μου Σπυρίδων, νομιζα ὅτι ἰσοπέδωνε ὅ,τι εἶχα μέσα στὴν καρδιά μου.
Γιατί νὰ τὸ κάνουν οἱ μπουλτόζες, εἶπα μέσα μου μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση; Γιατί νὰ τὸ ἐπιτρέψουν οἱ ἁρμόδιοι, ἀφοῦ ὑπῆρχε χῶρος γιὰ ἐπέκταση τῆς λεωφόρου στὴν ἀπέναντι μεριά; Ἔτσι εὔκολα κατεδαφίζουν ἐκκλησιές; Δὲν σὲ σεβάστηκαν, ἅγιέ μου, ἄφησαν ἀνοχύρωτο τὸ σπιτάκι σου!
Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάσει ὅταν ἀντίκρυσα τὸ θέαμα. Δὲν ὑπολόγισα τὸ χάσιμο τοῦ μαθήματος καὶ τὴν ἀπουσία στὸ σχολεῖο καὶ κατέβηκα στὴν ἑπόμενη στάση.
Γύρισα πίσω καὶ ἔκανα βόλτα κλαίγονας στὰ χαλάσματα. Ἕνα πικρὸ γιατί ἔβγαινε ἀπὸ τὰ παιδικά μου σώβαθα. Περιεργαζόμουν τὰ χαλάσματα καὶ σὲ ἔφερνα στὸ νοῦ μου, ἅγιε μου Σπυρίδων.
Τὸ δικό σου ναὸ γκρέμισαν, ἐσένα ποὺ προασπίστηκες τὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ μὲ ἁπλὸ τρόπο θεολόγησες τὸ τρισυπόστατό Της!
Ἐσένα γκρέμισαν τὸ ναό, ποὺ μίλησες στὴ νεκρὴ κόρη σου, τὴν Εἰρήνη, καὶ μετέβαλες σὲ χρυσάφι τὸ φίδι!
Ὅταν συνῆλθα ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο κακὸ βρῆκα μπροστά μου ἕνα πλακάκι, ἀπὸ τὸ δάπεδο τῆς ἐκκλησιᾶς.
Ἔσκυψα καὶ τὸ περιμάζεψα μὲ εὐλάβεια. Τὸ ἀκούμπησα στὸ στῆθος μου καὶ βγάζοντας ἕνα βαρὺ ἀναστεναγμὸ τὸ ἔσφιξα στὸν κόρφο μου λέγοντας: «Ἅγιε μου Σπυρίδων, δὲν θὰ λησμονήσω τὴν ὕπαρξη ἐδῶ τῆς ἐκκλησιᾶς σου. Θὰ συνεχίσω νὰ σταυροκοπιοῦμαι κάθε φορὰ που θὰ περνῶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ θὰ ἐπικαλοῦμαι τὸ ἅγιο ὄνομά σου!
Τώρα, μετὰ παρέλευση μισοῦ αἰῶνα βρῆκα στὸ ἑρμάριο τοῦ πατρικοῦ μου σπιτιοῦ τὸ πλακάκι τοῦ δαπέδου σου καὶ συγκινήθηκα. Ὁ νοῦς μου γύρισε στὰ περασμένα.
Ἐξακουθῶ νὰ τὸ φυλάω σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ μένα θὰ ξεχαστεῖ. Κανένας δὲ θυμᾶται σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὺς «παλιούς» τὸ ἐκκλησάκι σου.
Ἡ πολύβουη λεωφόρος ἔχει γεμίσει ἀπὸ πολυκατοικίες καὶ στὸν ἄλλοτε περίχωρό του μάντρες αὐτοκινήτων καὶ βιτρίνες προβάλλουν τὰ ἐμπορεύματά τους.
Ἡ λήθη σκέπασε τὸ ἐκκλησάκι σου. Ὄχι ὅμως καὶ ἡ καρδιά μου. Αὐτὴ θὰ σὲ μεγαλύνει, ἅγιε μου Σπυρίδων, ὅσο ζῶ καὶ ὑπάρχω. Στεῖλέ μου τὴν εὐχή σου.
Για την Romfea.gr - Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr
