Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των Βαρέων όπλων πού κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οί βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν... τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό.
Οι ανώτεροι μου διαρκώς με παρατηρούσαν καί με τιμωρούσαν. "Ωσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο Θαύμα.
Ξημέρωνε ή 7η "Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Άδαμάκο. Όταν ρόδιζε ή αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο πού με συνετάραξε:
Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά καί γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει καί με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου: - θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο;
Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση. - Καί ποια είσαι συ; τη ρώτησα. Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση καί με παρατήρησε αυστηρά: - Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
— Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστη μου;
- Ναί, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα καί σ' όλους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν' ανάψετε κεριά στ' αδέλφια σας πού έχουν ταφεί εκεί; Μ' αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος. - Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογκούσες καί παραμιλούσες στον ύπνο σου. Του διηγήθηκα το όνειρο μου καί καταλήξαμε πώς ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως καί συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.
Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου. — Άδαμάκο! βάζω μια φωνή. Ή γυναίκα... Αυτή... Να... τη βλέπεις; Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Ή μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά καί τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μου είπε:
- Μη φοβάσαι... Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι ή Παναγία. Σάς προστατεύω όλους παντού καί πάντοτε. 'Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στίς δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου. Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε άπ' τα βάθη της καρδίας μου ένα κλάμα ανακουφίσεως καί χαράς, εγώ πού δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».
Πηγή: Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των Βαρέων όπλων πού κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οί βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν... τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό.
Οι ανώτεροι μου διαρκώς με παρατηρούσαν καί με τιμωρούσαν. "Ωσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο Θαύμα.
Ξημέρωνε ή 7η "Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Άδαμάκο. Όταν ρόδιζε ή αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο πού με συνετάραξε:
Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά καί γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει καί με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου: - θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο;
Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση. - Καί ποια είσαι συ; τη ρώτησα. Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση καί με παρατήρησε αυστηρά: - Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
— Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστη μου;
- Ναί, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα καί σ' όλους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν' ανάψετε κεριά στ' αδέλφια σας πού έχουν ταφεί εκεί; Μ' αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος. - Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογκούσες καί παραμιλούσες στον ύπνο σου. Του διηγήθηκα το όνειρο μου καί καταλήξαμε πώς ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως καί συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.
Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου. — Άδαμάκο! βάζω μια φωνή. Ή γυναίκα... Αυτή... Να... τη βλέπεις; Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Ή μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά καί τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μου είπε:
- Μη φοβάσαι... Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι ή Παναγία. Σάς προστατεύω όλους παντού καί πάντοτε. 'Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στίς δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου. Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε άπ' τα βάθη της καρδίας μου ένα κλάμα ανακουφίσεως καί χαράς, εγώ πού δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».
Πηγή: Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr