Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Η μετάνοια του αμαρτωλού...

Ένας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο Θεός δέχεται τη μετάνοια του αμαρτωλού. Και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς λόγους, είπε:
- Πες μου, αγαπητέ. Αν σχιστεί το χιτώνιό σου, το πετάς;

- Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι.

- Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, του είπε τότε ο γέροντας, δεν θα λυπηθεί ο Θεός το δικό του πλάσμα;

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:

- Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω να μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια.

- Πολύ είναι, του λέει ο γέροντας.

Ρώτησαν τότε κάποιοι, πού βρίσκονταν εκεί:

- Φτάνουν σαράντα μέρες;

- Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πώς, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ ́ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν ́ αμαρτάνει πια, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός.

Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα:

- Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός;

Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:

- Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό να κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο, ο Ίδιος;

Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο να συγχωρεί «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ.18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν.

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη:

- Τι να κάνω, αββά, πού έπεσα;

Του λέει ο γέροντας:

- Να σηκωθείς.

- Σηκώθηκα και ξανάπεσα.

- Να σηκωθείς πάλι και πάλι.

- Μέχρι πότε;

Μέχρι πού να σε βρει ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σ ́ όποια κατάσταση βρεθεί τότε ο άνθρωπος, σ ́ αυτή και φεύγει.

Σ ́ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς και του λέει:

- Δεν είσαι χριστιανός!

Μα ο αδερφός του αποκρίθηκε:

- Ό,τι και να ́ μαι, τώρα σ’ αφήνω και φεύγω!

- Σου το λέω, θα πάς στην κόλαση! Επέμεινε ο σατανάς.

- Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός.

Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε. Ο αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής.

Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα:
- Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ούκ έστι σωτηρία αυτώ έν τώ Θεώ αυτού;» (Ψαλμ. 3:3).

- Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ ́ όποιον αμάρτησε.

Του λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια να τον σώσει, και έτσι προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στα βάραθρα της απογνώσεως. Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει να τους διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια:

«Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει έκ παγίδος τους πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).

Από το Γεροντικό 


Γίνεται μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr