Έξω βροχή, πλημμύρα. Άνθρωποι λίγοι αλλά βιαστικοί προσπαθούν να αποφύγουν τις ουράνιες στάλες νερού. Ο ήλιος έχει μέρες να φανεί. Τα φώτα του δρόμου δεν καίνε πια, σημείο ότι είναι ημέρα…μα είναι σαν να μην ξημέρωσε ποτέ.
Το δωμάτιο σκοτεινό με ανταύγειες χρωμάτων από το φως του καντηλιού. Και εγώ ομιλώ με μια γλυκιά μελαγχολία, με την θυγατέρα του φθινοπώρου και της σιωπής.
Ρουφώ τον χρόνο παρατηρώντας το τρέμουλο της φλόγας του καντηλιού, το οποίο καθώς χορεύει λες και παρασύρει μαζί του και τα πρόσωπα τα άγια, τα σώματα εκείνων που στέκουν καθαρμένα με την μετάνοια, αποτυπωμένα στα χρώματα του αγιογράφου.
Δέρνουν αλύπητα οι στάλες το παράθυρο. Παράθυρο παλαιό, που από μέσα του ζήσανε πολλοί γείτονες και περαστικοί. Κάνω να το πλησιάσω, να ζήσω και εγώ λίγο από την ζωή των άλλων. Πλησιάζω. Το ακουμπώ, μα τα χνώτα μου εμποδίζουν την όρασή μου. Απομακρύνομαι λίγο.
Στον δρόμο δεν βλέπω πρόσωπα, μόνο σιλουέτες ανθρώπινες με ομπρέλες που τις σκέπουν.
Ξάφνου μία σιλουέτα μες στα μαύρα, μα φωτεινή. Χωρίς ομπρέλα. Χωρίς βιασύνη. Με μια ειρήνη στο βήμα και στο βλέμμα. Κοντοστέκεται στην γωνιά του πεζοδρομίου. Κοντοστέκεται σαν να ψάχνει κάτι. Απλώνει το χέρι του και αφήνει κάτι δίπλα σε κάτι σκουπίδια.
Μα όχι, δεν είναι σκουπίδια μόνο. Κάποιος άστεγος τυλιγμένος με εφημερίδες δίπλα σε σακούλες σκουπιδιών. Δεν τον είδα. Κανείς δεν τον βλέπει, μάλλον κανείς μας δεν θέλει να τον δει. Τα βλέμματα τον προσπερνούν. Δεν θεωρείται άνθρωπος, αποφεύγεται σαν σκουπίδι, μήπως μας λερώσει, μήπως μας αγγίξει και μας αφήσει κάποιο ανεξίτηλο σημάδι της ταλαιπώριας του.
Εκείνη όμως η μαύρη σιλουέτα, εκείνος ο άνθρωπος σταμάτησε. Σπαταλά λίγο χρόνο μαζί του. Μέσα στη βροχή. Βρίσκεται ακόμα εκεί, όταν αισθάνομαι την ανάσα μου να με προδίδει. Λες και με άφησε και αυτή και πήγε να δει από κοντά τι συμβαίνει.
Ο μαυροφορεμένος γονατίζει. Δεν του αρκεί που άφησε κάτι σε εκείνον τον ταλαίπωρο. Του μιλά. Του δίνει το χέρι του και ο ρακένδυτος άνδρας σηκώνεται όρθιος. Η βροχή, το παλιό τζάμι,δεν με αφήνουν να δω το πρόσωπό του. Είναι αδύνατος, καμπουριασμένος, μα θαρρείς ότι είναι νέος.
Κοιτώ τουλάχιστον δέκα λεπτά. Στέκομαι όρθιος μέσα στο σκοτεινό μα ζεστό δωμάτιό μου χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, χωρίς να κάνω τίποτα…μόνο παρατηρώ.
Ξάφνου ο μαυροφορεμένος άνδρας γυρίζει προς το παραθύρι μου. Λες και ξέρει τι κάνω, λες και με βλέπει εδώ και ώρα. Παίρνει από το χέρι τον άρρωστο και προσπαθούν να περάσουν, τον γεμάτο από νερό, δρόμο. Θέλουν να περάσουν απέναντι, να έρθουν κάτω από το κατώφλι του σπιτιού μου.
Αποτραβιέμαι λίγο. Φοβάμαι μήπως με δουν τα μάτια εκείνου του άνδρα. Μα καθώς περνά η μοναδική αυτή σκέψη από το νου μου ο κτύπος του κουδουνιού με καθηλώνει. Ένα ρίγος περνά το κορμί μου. Το βλέμμα μου χαμένο προς την πόρτα, αγωνιά. Αγωνιά μήπως…«ντριν», το κουδούνι ξαναχτυπά. Ακίνητος, κόβω ακόμα και την ανάσα μου που ψιθυρίζει φόβο.
«Αδελφέ, βοήθησέ μας», μία φωνή ακούγεται κάτω από το σπίτι μου. «Αδελφέ…». Μάλλον κάποιον άλλο θα θέλουνε, κάποιον άλλο θα φωνάζουν, σκέφτομαι, και η φωνή μου απαντά, «Αδελφέ, για όνομα του Θεού, βοήθησέ μας…». Η βροχή δυναμώνει, ο θόρυβος που παράγει πλέον δεν ηχεί στα αυτιά μου όμορφα. Ηχεί σαν πόνος και απελπισία...
Αντί να πάω προς την πόρτα, κάθομαι στην βελούδινη πολυθρόνα μου. Ακουμπώ την πλάτη μου αναπαυτικά πίσω και περιμένω. Η ώρα περνά. Ησυχία. «Δόξα τω Θεώ» είπα μέσα μου…
Περιμένω λίγο ακόμα. Η βροχή σταμάτησε. Σηκώθηκα. Πλησιάζω το παράθυρο. Τα σκουπίδια ήταν ορφανά, ο ταλαίπωρος δεν βρισκόταν πλέον εκεί. Οι ομπρέλες είχαν πια κλείσει. «Δόξα τω Θεώ…» είπα κοιτώντας ψηλά στον ουρανό και ακούμπησα το μέτωπό μου στο παράθυρο.
Μα εκείνη την ώρα που ο ήλιος πολεμούσε να ξεπροβάλει, την στιγμή εκείνη που πίσω από την πλάτη μου το καντηλάκι αγωνιούσε μήπως σβήσει, εκείνη η σιλουέτα εμφανίστηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ήταν εκείνος, ο μαυροφορεμένος, ένας ιερέας, μούσκεμα, ακίνητος να με κοιτάζει. Δύο μάτια γεμάτα παράπονο, γεμάτα καλοσύνη και ενδιαφέρον. Δύο μάτια καθάρια που κρεμάστηκαν στο πρόσωπό μου.
Καθόμουν εκεί ακίνητος.
Καθόταν εκεί ακίνητος.
«Γιατί λες, δόξα τω Θεώ; Για την βοήθεια που δεν μας έδωσες, για την απραξία σου, για την ατολμία σου, την αναισθησία σου; Γιατί λες, δόξα τω Θεώ;» Δεν μίλησε, αλλά αυτά μου είπε. Δεν κούνησε τα χείλη του, απλά μου έγνεψε και χάθηκε μέσα στους περαστικούς. Μπορούσα να βοηθήσω. Που το ήξερε; Πως με γνώριζε; Ποιος ήταν αυτό ο ιερέας; Δεν ξέρω. Δεν θα μάθω μάλλον ποτέ.
Ήταν κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, ή η ενσαρκωμένη μου συνείδηση; Μπορούσα να βοηθήσω μα δεν το έκανα, απλά παρατηρούσα...
Εκείνη την ημέρα, έκλαψα πολύ. Έκλαψα για εμένα, έκλαψα για το κατάντημά μου.
Έκλαψα, που δεν είπα ούτε ένα συγνώμη.
Του Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου
Πηγή: imverias.blogspot.gr
Γίνεται μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr
Το δωμάτιο σκοτεινό με ανταύγειες χρωμάτων από το φως του καντηλιού. Και εγώ ομιλώ με μια γλυκιά μελαγχολία, με την θυγατέρα του φθινοπώρου και της σιωπής.
Ρουφώ τον χρόνο παρατηρώντας το τρέμουλο της φλόγας του καντηλιού, το οποίο καθώς χορεύει λες και παρασύρει μαζί του και τα πρόσωπα τα άγια, τα σώματα εκείνων που στέκουν καθαρμένα με την μετάνοια, αποτυπωμένα στα χρώματα του αγιογράφου.
Δέρνουν αλύπητα οι στάλες το παράθυρο. Παράθυρο παλαιό, που από μέσα του ζήσανε πολλοί γείτονες και περαστικοί. Κάνω να το πλησιάσω, να ζήσω και εγώ λίγο από την ζωή των άλλων. Πλησιάζω. Το ακουμπώ, μα τα χνώτα μου εμποδίζουν την όρασή μου. Απομακρύνομαι λίγο.
Στον δρόμο δεν βλέπω πρόσωπα, μόνο σιλουέτες ανθρώπινες με ομπρέλες που τις σκέπουν.
Ξάφνου μία σιλουέτα μες στα μαύρα, μα φωτεινή. Χωρίς ομπρέλα. Χωρίς βιασύνη. Με μια ειρήνη στο βήμα και στο βλέμμα. Κοντοστέκεται στην γωνιά του πεζοδρομίου. Κοντοστέκεται σαν να ψάχνει κάτι. Απλώνει το χέρι του και αφήνει κάτι δίπλα σε κάτι σκουπίδια.
Μα όχι, δεν είναι σκουπίδια μόνο. Κάποιος άστεγος τυλιγμένος με εφημερίδες δίπλα σε σακούλες σκουπιδιών. Δεν τον είδα. Κανείς δεν τον βλέπει, μάλλον κανείς μας δεν θέλει να τον δει. Τα βλέμματα τον προσπερνούν. Δεν θεωρείται άνθρωπος, αποφεύγεται σαν σκουπίδι, μήπως μας λερώσει, μήπως μας αγγίξει και μας αφήσει κάποιο ανεξίτηλο σημάδι της ταλαιπώριας του.
Εκείνη όμως η μαύρη σιλουέτα, εκείνος ο άνθρωπος σταμάτησε. Σπαταλά λίγο χρόνο μαζί του. Μέσα στη βροχή. Βρίσκεται ακόμα εκεί, όταν αισθάνομαι την ανάσα μου να με προδίδει. Λες και με άφησε και αυτή και πήγε να δει από κοντά τι συμβαίνει.
Ο μαυροφορεμένος γονατίζει. Δεν του αρκεί που άφησε κάτι σε εκείνον τον ταλαίπωρο. Του μιλά. Του δίνει το χέρι του και ο ρακένδυτος άνδρας σηκώνεται όρθιος. Η βροχή, το παλιό τζάμι,δεν με αφήνουν να δω το πρόσωπό του. Είναι αδύνατος, καμπουριασμένος, μα θαρρείς ότι είναι νέος.
Κοιτώ τουλάχιστον δέκα λεπτά. Στέκομαι όρθιος μέσα στο σκοτεινό μα ζεστό δωμάτιό μου χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, χωρίς να κάνω τίποτα…μόνο παρατηρώ.
Ξάφνου ο μαυροφορεμένος άνδρας γυρίζει προς το παραθύρι μου. Λες και ξέρει τι κάνω, λες και με βλέπει εδώ και ώρα. Παίρνει από το χέρι τον άρρωστο και προσπαθούν να περάσουν, τον γεμάτο από νερό, δρόμο. Θέλουν να περάσουν απέναντι, να έρθουν κάτω από το κατώφλι του σπιτιού μου.
Αποτραβιέμαι λίγο. Φοβάμαι μήπως με δουν τα μάτια εκείνου του άνδρα. Μα καθώς περνά η μοναδική αυτή σκέψη από το νου μου ο κτύπος του κουδουνιού με καθηλώνει. Ένα ρίγος περνά το κορμί μου. Το βλέμμα μου χαμένο προς την πόρτα, αγωνιά. Αγωνιά μήπως…«ντριν», το κουδούνι ξαναχτυπά. Ακίνητος, κόβω ακόμα και την ανάσα μου που ψιθυρίζει φόβο.
«Αδελφέ, βοήθησέ μας», μία φωνή ακούγεται κάτω από το σπίτι μου. «Αδελφέ…». Μάλλον κάποιον άλλο θα θέλουνε, κάποιον άλλο θα φωνάζουν, σκέφτομαι, και η φωνή μου απαντά, «Αδελφέ, για όνομα του Θεού, βοήθησέ μας…». Η βροχή δυναμώνει, ο θόρυβος που παράγει πλέον δεν ηχεί στα αυτιά μου όμορφα. Ηχεί σαν πόνος και απελπισία...
Αντί να πάω προς την πόρτα, κάθομαι στην βελούδινη πολυθρόνα μου. Ακουμπώ την πλάτη μου αναπαυτικά πίσω και περιμένω. Η ώρα περνά. Ησυχία. «Δόξα τω Θεώ» είπα μέσα μου…
Περιμένω λίγο ακόμα. Η βροχή σταμάτησε. Σηκώθηκα. Πλησιάζω το παράθυρο. Τα σκουπίδια ήταν ορφανά, ο ταλαίπωρος δεν βρισκόταν πλέον εκεί. Οι ομπρέλες είχαν πια κλείσει. «Δόξα τω Θεώ…» είπα κοιτώντας ψηλά στον ουρανό και ακούμπησα το μέτωπό μου στο παράθυρο.
Μα εκείνη την ώρα που ο ήλιος πολεμούσε να ξεπροβάλει, την στιγμή εκείνη που πίσω από την πλάτη μου το καντηλάκι αγωνιούσε μήπως σβήσει, εκείνη η σιλουέτα εμφανίστηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ήταν εκείνος, ο μαυροφορεμένος, ένας ιερέας, μούσκεμα, ακίνητος να με κοιτάζει. Δύο μάτια γεμάτα παράπονο, γεμάτα καλοσύνη και ενδιαφέρον. Δύο μάτια καθάρια που κρεμάστηκαν στο πρόσωπό μου.
Καθόμουν εκεί ακίνητος.
Καθόταν εκεί ακίνητος.
«Γιατί λες, δόξα τω Θεώ; Για την βοήθεια που δεν μας έδωσες, για την απραξία σου, για την ατολμία σου, την αναισθησία σου; Γιατί λες, δόξα τω Θεώ;» Δεν μίλησε, αλλά αυτά μου είπε. Δεν κούνησε τα χείλη του, απλά μου έγνεψε και χάθηκε μέσα στους περαστικούς. Μπορούσα να βοηθήσω. Που το ήξερε; Πως με γνώριζε; Ποιος ήταν αυτό ο ιερέας; Δεν ξέρω. Δεν θα μάθω μάλλον ποτέ.
Ήταν κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, ή η ενσαρκωμένη μου συνείδηση; Μπορούσα να βοηθήσω μα δεν το έκανα, απλά παρατηρούσα...
Εκείνη την ημέρα, έκλαψα πολύ. Έκλαψα για εμένα, έκλαψα για το κατάντημά μου.
Έκλαψα, που δεν είπα ούτε ένα συγνώμη.
Του Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου
Πηγή: imverias.blogspot.gr
Γίνεται μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr