Η δύναμη της ζωντανής Πίστης
«Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαίτερή μου πατρίδα.
Η ξένη κατοχή, τότε, ήταν Βουλγαρική. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα, είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και, ιδιαιτέρως, τα μικρά παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου, είχα και μια μακρινή θεία· χήρα, με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της, τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου του 1941. Από τρόφιμα της είχαν απομείνει μονάχα ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μια χούφτα καλαμποκάλευρο. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφθηκε ότι, αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και “κάτι λίγο” προσωρινά για τροφή στα παιδιά της: εκατό δράμια αλεύρι κι ένα δάκτυλο λάδι!
Ξαφνικά, τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο κανδήλι που ήταν επάνω στο εικονοστάσι. Τότε, μέσα της, μπήκε στο εξής δίλημμα: το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα της Παναγίας;
Αποφασιστικά, όμως, έκανε τον σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου!... Εγώ θα Σου ανάψω το κανδήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει αύριο είναι πολύ μεγάλη για την Πίστη μας· αλλά κι Εσύ, όμως, ανάλαβε να μου θρέψεις τα παιδιά!...”.
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το κανδήλι της Παναγίας. Το ιλαρό του φως, γέμισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό το φως τούς συνόδευε στην βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου, άνοιξε το ντουλάπι για να πάρει το λιγοστό αλεύρι κι έμεινε άφωνη! Τι βλέπει; Το “λαδερό” γεμάτο λάδι μέχρι πάνω και δυο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια! Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Χριστό και την Παναγία για το μεγάλο αυτό θαύμα που αντίκρισε μόνη της, αλλά δεν είπε σε κανέναν απολύτως τίποτα.
Για δυο ολόκληρα χρόνια, ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι ούτε και το αλεύρι σώθηκε ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη προς άλλους πάσχοντες φτωχούς συνανθρώπους. Αλλά και το κανδήλι παρέμεινε από τότε, μέρα–νύχτα, αναμμένο! Μαρτυρώντας αυτό, με το άσβεστο και ιλαρό φως του, τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας».
Πηγή: Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr
«Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαίτερή μου πατρίδα.
Η ξένη κατοχή, τότε, ήταν Βουλγαρική. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα, είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και, ιδιαιτέρως, τα μικρά παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου, είχα και μια μακρινή θεία· χήρα, με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της, τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου του 1941. Από τρόφιμα της είχαν απομείνει μονάχα ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μια χούφτα καλαμποκάλευρο. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφθηκε ότι, αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και “κάτι λίγο” προσωρινά για τροφή στα παιδιά της: εκατό δράμια αλεύρι κι ένα δάκτυλο λάδι!
Ξαφνικά, τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο κανδήλι που ήταν επάνω στο εικονοστάσι. Τότε, μέσα της, μπήκε στο εξής δίλημμα: το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα της Παναγίας;
Αποφασιστικά, όμως, έκανε τον σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου!... Εγώ θα Σου ανάψω το κανδήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει αύριο είναι πολύ μεγάλη για την Πίστη μας· αλλά κι Εσύ, όμως, ανάλαβε να μου θρέψεις τα παιδιά!...”.
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το κανδήλι της Παναγίας. Το ιλαρό του φως, γέμισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό το φως τούς συνόδευε στην βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου, άνοιξε το ντουλάπι για να πάρει το λιγοστό αλεύρι κι έμεινε άφωνη! Τι βλέπει; Το “λαδερό” γεμάτο λάδι μέχρι πάνω και δυο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια! Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Χριστό και την Παναγία για το μεγάλο αυτό θαύμα που αντίκρισε μόνη της, αλλά δεν είπε σε κανέναν απολύτως τίποτα.
Για δυο ολόκληρα χρόνια, ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι ούτε και το αλεύρι σώθηκε ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη προς άλλους πάσχοντες φτωχούς συνανθρώπους. Αλλά και το κανδήλι παρέμεινε από τότε, μέρα–νύχτα, αναμμένο! Μαρτυρώντας αυτό, με το άσβεστο και ιλαρό φως του, τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας».
Πηγή: Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.
Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr